ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ;


Το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών, έδωσε βάση για σενάρια που είχαν να κάνουν με τον ρόλο του Γ. Μαστοράκου και τον σκοπό της συνεργασία του με τον Π. Βλασσόπουλο (είναι μεγάλη συζήτηση... θα ασχοληθούμε ειδικά τις επόμενες μέρες).

Όπως αποδείχθηκε, αυτή η συνεργασία τελικά περισσότερο ζημιά έκανε στην ΑΚΕΠ, κάτι που για τους περισσότερους ήταν αναμενόμενο αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της 2ης Κυριακής, θα ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα για τον Μπάμπαλο, αν είχε αντίπαλο του τον Π. Βλασσόπουλο με δεδομένο ότι ο Γ. Παπαδημητρίου κατάφερε να απορροφήσει μόλις 1.500 ψήφους από τους 8.800 (των υπολοίπων υποψηφίων) σε σχέση με την πρώτη Κυριακή. Ο πιθανός λόγος για αυτό ήταν η ξεκάθαρη σχέση του με την ΝΔ αλλά κυρίως η ρετσινιά του Α. Γεωργιάδη, που μπορεί να λαμβάνει 100.000 ψήφους αλλά σε πολλαπλάσιο αριθμό πολιτών είναι άκρως αντιπαθής.

Το αναφέρω αυτό, διότι και ο Π. Βλασσόπουλος είναι γνωστό και δε το έχει κρύψει ότι προέρχεται από την ΝΔ όπως και η πλειοψηφία των στελεχών της ΑΚΕΠ, αλλά και στον Μπάμπαλο υπάρχουν πρωτοκλασάτα στελέχη που έχουν βαθιές ρίζες στην ΝΔ μέχρι και εκ των δεξιών άκρα…

Τα αναφέρω όλα αυτά γιατί είναι απορία μου η ελαστικότητα της άποψης της κοινής γνώμης, που ενώ μπορεί να έχει 3 επιλογές που έχουν κοινό παρονομαστή, σε κάθε περίπτωση θα βρει ένα λόγο να δει διαφορετικά την κάθε επιλογή, και αυτό δεν αφορά μόνο τους ψηφοφόρους του κοινού παρονομαστή αλλά κυρίως εκείνους που προέρχονται από άλλους κομματικούς χώρους.

Και για να γίνω πιο σαφής, ο Βλασσόπουλος είναι πιο αρεστός από τον Παπαδημητρίου λόγω προφίλ, όπως αποδείχθηκε αν ο Βλασσόπουλος ήταν την 2η Κυριακή κόντρα στον Μπάμπαλο, σίγουρα θα τα πήγαινε καλύτερα.

Αρκετοί από άλλους κομματικούς χώρους επέλεξαν να μην ψηφίσουν τον Γ. Παπαδημητρίου εξαιτίας της σχέσης του με τον Α. Γεωργιάδη, αλλά δεν είχαν πρόβλημα που θα επανεκλέγονταν ο Μπάμπαλος, ο οποίος είχε στο ψηφοδέλτιο την Γεωργοπούλου αλλά και υποψηφίους με πολύ καλές σχέσεις με τους βαρόνους της πλατείας.

Σε όλα αυτά να προσθέσω και την αλαζονική συμπεριφορά του Μπάμπαλου που στην ουσία ξεφτίλισε την έννοια του δημοτικού συμβουλίου αφού δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν και σε τίποτα, θεωρώντας τον δήμο Ηρακλείου τσιφλίκι του.

Δε βάρυνε το ίδιο, ότι ο Γ. Παπαδημητρίου μπορεί να έχει την σχέση με τον Α. Γεωργιάδη, αλλά είναι νέος άνθρωπος, φιλόδοξος, που ενδεχομένως η εμπλοκή του στον δήμο να είχε θετικό αποτέλεσμα γιατί θα ήθελε να παρουσιάσει μία εικόνα που θα του ήταν χρήσιμη για την συνέχεια της πολιτικής του καριέρας. Αυτό ακυρώθηκε με την μία, λες και αν εκλέγονταν ο Γ. Παπαδημητρίου θα είχαμε δήμαρχο τον Άδωνι.

Έχουμε φτάσει στο σημείο να μην κρίνουμε τους ανθρώπους από το ποιόν τους αλλά από το τι υποστηρίζουν. Σίγουρα η ιδεολογική ταύτιση (αν υποθέσουμε ότι έχει ισχύ στις μέρες μας) μπορεί να επηρεάσει την σκέψη και κατά συνέπεια τον τρόπο την συμπεριφορά κάποιου, αλλά δε μπορεί να αποτελεί, εκ προοιμίου, κριτήριο αποκλεισμού και απαξίωσης για κανέναν λόγο, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μία από τις δύο διαθέσιμες επιλογές.

Δε μπορεί να μην σε ενδιαφέρει να επικρατήσει αυτός που έχει δείξει δείγματα γραφής, που έχει επιστρατεύσει τους πάντες για να επανεκλεγεί με την απόλυτη πλειοψηφία για να κάνει για ακόμα 4 χρόνια ότι γουστάρει και να μην δίνει λογαριασμό σε κανέναν, και να σε ενδιαφέρει να μη στηρίξεις τον αντίπαλο του γιατί σου χαλάνε την αισθητική οι παρέες του.

Εδώ υπάρχει μία αντίφαση, η οποία έχει να κάνει με διάκριση προερχόμενη από την ιδεολογική ταύτιση του επικριτή. Που και εδώ υπάρχει η λεγόμενη ελαστικότητα στην επιλογή, που από την άλλη μπορεί να συγκρούεται με βαθιές ιδεολογικές αξίες, που τις συναντάμε όσο πηγαίνουμε προς τα αριστερά. Μία από αυτές τις αξίες που δεν έχουν συνειδητοποιήσει όσοι θεωρούν ότι τους εκφράζει είναι αυτή της διάκρισης.

Γιατί όταν είσαι κατά των διακρίσεων για συγκεκριμένες περιπτώσεις και όχι για όλες, τότε δεν είσαι κατά της διάκρισης, αλλά είσαι κατά των διακρίσεων που η πολιτική ορθότητα επιβάλλει ή η προσωπική σου συμπάθεια ή αντιπάθεια.

Δε θέλω σε καμία περίπτωση να καθαρίσω την ρετσινιά του Γ. Παπαδημήτριου, θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε στην θέση του, αλλά εξεπλάγην τόσο με το αποτέλεσμα της 1ης και περισσότερο με της 2ης Κυριακής.

Αυτό που συμπέρανα επίσης από τις τελευταίες δημοτικές εκλογές είναι ότι ο κόσμος δεν είναι ενημερωμένος, και φυσικά δεν το χρεώνω στους δημότες, που σημαίνει ότι η ενημέρωση του δε μπορεί να περιορίζεται μόνο στους τελευταίους μήνες 4-5 πριν από τις εκλογές, αλλά καθόλη την 4ετία.

Αυτό το συμπέρασμα ας το λάβουν σοβαρά και οι παρατάξεις σκοπεύουν να ζητήσουν την εμπιστοσύνη των δημοτών το 2023.


Με την ευκαιρία του τίτλου του άρθρου...
Απόσπασμα από το άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη με τίτλο "Τις πταίει;" στην εφημερίδα Καιροί, της 29ης Ιουνίου 1874:

(…) Ας αφεθή να λειτουργήσει το πολίτευμα εν τη βεβαιότητι ότι εκ της πλειοψηφίας της Βουλής μορφώνεται η κυβέρνησις και ταχέως θα ίδωμεν την Βουλήν συντασσομένην εις δύο κόμματα. Ουδέν των θεμελιωδών ζητημάτων, άτινα εν Γαλλία ή Ιταλία διαιρούσι τους πολιτευομένους εις πολλά κόμματα, έχομεν εν Ελλάδι. Τα πολλά κόμματα παρ' υμίν είναι αποτέλεσμα της προσκλήσεως των μειονοψηφιών εις την εξουσίαν.

Το 1874 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Καιροί» άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη με τίτλο «Τις πταίει». Σε αυτό ο Τρικούπης καταδεικνύει ως υπεύθυνο για την πολιτική κρίση που διέρχεται ο τόπος τον βασιλιά Γεώργιο Α΄.Ως τότε ίσχυε η λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού»: ο Βασιλιάς μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό όποιον ήθελε, ακόμα και τον κηπουρό του.

Η αρχή της δεδηλωμένης είναι όρος του Συνταγματικού Δικαίου και ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή η κυβέρνηση οφείλει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, ενώ η τελευταία διατηρεί το δικαίωμά της να άρει την εμπιστοσύνη της υπό προϋποθέσεις με ψήφο δυσπιστίας ύστερα από πρόταση μομφής. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, η οποία συνήθως, σε αντίθεση με το Κοινοβούλιο, δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό, αλλά διορίζεται από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας.

..Ενώ η πολιτική ζωή της χώρας βρισκόταν σε έκρυθμη κατάσταση, ένας πρωτοεμφανιζόμενος τότε πολιτικός άνθρωπος, ο Χαρίλαος Τρικούπης, με την αποφασιστική του στάση στάθηκε αφορμή για την αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων. Στα πρώτα βήματα της πολιτικής του καριέρας συνειδητοποίησε πως ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας δεν ήταν ευεργετικός για την πρόοδο της, ούτε σύμφωνος με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. 

Ο Τρικούπης πίστευε πώς η λύση στην πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε τη χώρα ήταν η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού με την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στα κόμματα πλειοψηφίας και την αντίστοιχη απαγόρευση αυτού του δικαιώματος σε κομματικές μειοψηφίες, ώστε να δημιουργηθούν σταθερές κυβερνήσεις πλειοψηφίας

Με το άρθρο του «Τίς πταίει», που δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο στις 29 Ιουνίου 1874 στην εφημερίδα «Καιροί», ο Τρικούπης με επικριτικό ύφος αντιτίθεται στην πολιτική του βασιλιά Γεωργίου Α΄, τον οποίο κατηγορούσε για την αυθαίρετη αντικατάσταση κυβερνήσεων. Ο Τρικούπης κατέκρινε τις κυβερνήσεις μειοψηφίας, που έλαβαν την εξουσία από το 1868 και έπειτα, θεωρώντας τες προσωπικές κυβερνήσεις που δεν συγκέντρωναν την αποδοχή του λαού ούτε την εμπιστοσύνη της Βουλής, τύγχαναν όμως της βασιλικής εύνοιας. 

Το άρθρο αποτελεί επίσης καταγγελία των παράνομων μεθόδων που μεταχειρίζονταν οι υποψήφιοι προκειμένου να κερδίσουν τις εκλογές. Οι εκβιασμοί εις βάρος των πολιτών και οι νοθείες κατά την διεξαγωγή των εκλογών είναι μερικά από τα φαινόμενα που υπονόμευαν την εγκυρότητα και τη διαφάνεια των εκλογών. Ο Τρικούπης λοιπόν διερωτάται ποιος μπορεί να ευθύνεται για την ανώμαλη πολιτική ζωή της χώρας αν όχι η διαβλητή πολιτική του βασιλιά και καλεί το λαό σε επανάσταση έναντι στην ανελευθερία και την υποταγή στην βασιλική εξουσία.

Το άρθρο του Τρικούπη, το οποίο χαρακτήριζε τις εκλογές νόθες, αν και δεν αποτελούσε το μοναδικό δημοσιευμένο άρθρο που στιγμάτιζε την πολιτική του βασιλιά, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις καθώς, δημοσιεύτηκε μόλις τρεις μέρες μετά την λήξη των εκλογών. Εξάλλου η επαναστατική κινητοποίηση εναντίον του βασιλιά που υποδαύλιζε το άρθρο, παραβίαζε τον ποινικό νόμο. Ο Τρικούπης ανέλαβε αμέσως την ευθύνη της συγγραφής του άρθρου γεγονός που οδήγησε στην ποινική του δίωξη και την προφυλάκιση. Αποφυλακίστηκε, ωστόσο, τέσσερις μέρες αργότερα έχοντας ήδη γράψει μέσα στη φυλακή ένα δεύτερο άρθρο με το οποίο υπενθύμιζε σε λαό και πολιτικούς πως παλαιότερα ο Όθωνας ακολουθώντας τακτικές αντίθετες προς το Σύνταγμα προκάλεσε τις αντιδράσεις του λαού με αποτέλεσμα την έξωση του από την χώρα.

Μετά την αρθρογραφία του Τρικούπη, η κρίση συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες. Τον Απρίλιο του 1875 ο βασιλιάς θέλησε να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Ανδρέα Κουντουριώτη, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι. Ο Κουντουριώτης όμως αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση και πρότεινε στο Γεώργιο να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Τρικούπη, αν και δεν ήταν καν υπουργός. Η ενέργεια αυτή του βασιλιά δεν ήταν σύμφωνη με τις διακηρύξεις του Τρικούπη, όμως αυτός δέχτηκε την πρωθυπουργία που θα του έδινε τη δυνατότητα να διεξάγει αδιάβλητες εκλογές και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Εξάλλου η δεδηλωμένη δεν είχε θεσπιστεί ακόμη συνταγματικά, επομένως η στάση του Τρικούπη δεν παραβίαζε το γράμμα του νόμου. Ο Τρικούπης τελικά οδήγησε τη χώρα σε εκλογές που διεξήγησαν στις 18-21 Ιουλίου.

Ο δικομματισμός, η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας του βρετανικού κοινοβουλευτισμού, που τόσο θαύμαζε ο Τρικούπης, αρχίζει σταδιακά να εδραιώνεται και στην Ελλάδα. Κύριος αντίπαλός του τώρα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο πρώτος πολιτικός της παλιάς γενιάς με κοινοβουλευτική συνείδηση.

Ο Τρικούπης και τα σκάνδαλα
Η οικονομική πολιτική του Τρικούπη ταυτίστηκε γρήγορα με τη διαφθορά. Οι απόψεις του υπέρ της παρέμβασης του ιδιωτικού κεφαλαίου και ο σημαντικός ρόλος των ομογενών στα οικονομικά του κράτους δημιούργησαν την έντονη δυσαρέσκεια της αντιπολίτευσης του Θ. Δηλιγιάννη, που μετά τον θάνατο του Κουμουνδούρου αναδείχτηκε μοναδικός του αντίπαλος. Τα όρια ωστόσο μεταξύ κερδοσκοπίας και διαφθοράς, αυτή την περίοδο του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας, ήταν συχνά δυσδιάκριτα.
Οι θέσεις του Τρικούπη για τη μείωση της κρατικής παρέμβασης και την ενίσχυση του ρόλου των κεφαλαιούχων ιδιωτών στην οικονομία προκάλεσαν την αντίδραση της κοινής γνώμης και έδωσαν αφορμή στις εφημερίδες, ακόμη και στον «Ασμοδαίο», να του ασκήσουν δριμεία κριτική. Οι εκπρόσωποι του ομογενειακού κεφαλαίου ­ κυρίως οι τραπεζίτες Α. Συγγρός, Στ. Σκουλούδης, Κ. Καραπάνος ­ αποτελούσαν μόνιμο στόχο του σατιρικού Τύπου και όχι μόνο. Πόσο μάλλον που μερικοί από αυτούς ήταν ταυτοχρόνως και βουλευτές του τρικουπικού κόμματος. Παράλληλα η ανάθεση σε ξένη εταιρεία του μεγάλου έργου της αποξήρανσης της Κωπαΐδας και η συμμετοχή Ελλήνων ομογενών σε αυτή την επιχείρηση ενίσχυσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

..Το κλονισμένο ήδη κύρος της κυβέρνησης Κουμουνδούρου το 1881, λόγω της ελλιπούς συμφωνίας προσάρτησης της Θεσσαλίας, υφίστατο και νέο πλήγμα. Αποκαλύφθηκε η κατάχρηση από τον ταμία Θηβών Θ. Βελέντζα του υπέρογκου, για την εποχή, ποσού των 800.000 δρχ. Ο Βελέντζας κατήγγειλε, συν τοις άλλοις, ότι δωροδόκησε τον υπουργό των Οικονομικών του Κουμουνδούρου Σωτηρόπουλο, για να αποσιωπήσει το έλλειμμα. Η όλη υπόθεση έθεσε βέβαια θέμα ευθύνης για τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος ζήτησε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. 

Η τρικουπική αντιπολίτευση εκμεταλλεύτηκε όσο περισσότερο μπορούσε αυτό το σκάνδαλο, μια και η προσάρτηση των νέων επαρχιών επέβαλλε την προκήρυξη γενικών εκλογών. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος κατηγορούσε τον Κουμουνδούρο ότι εξαργύρωσε τους μισθούς που έπαιρνε από τον Βελέντζα σε κτήματα στην Εύβοια, αμφισβητώντας παράλληλα και την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του.Η εφημερίδα «Ασμοδαίος» έχει λάβει σαφή θέση στο παιχνίδι της δικομματικής αντιπαράθεσης. Συνδυάζοντας το σκάνδαλο Βελέντζα με το θεσσαλικό, θα αποκαλέσει τον Κουμουνδούρο «βδελυρόν πύθωνα της διαφθοράς γεννηθέντα εκ της τερατώδους μοιχείας της προδοσίας και της διαρπαγής».